καζάκα

καζάκα
η
(λ. ιταλ.), κοντό εξωτερικό ρούχο (αντρικό και γυναικείο) με φαρδιά μανίκια, κλειστό γιακά και ζώνη, είδος μπλούζας, από χοντρό πάντως ύφασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καζάκα — η είδος ανδρικού ή, κυρίως, γυναικείου επενδύτη με φαρδιά μανίκια ή χωρίς μανίκια, ιδίως από χοντρό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casacca] …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • καζακί — το [καζάκα] κοντό και χωρίς μανίκια εξωτερικό ένδυμα από χοντρό ύφασμα, ανάλογο με το σιγκούνι, που μοιάζει με γιλέκο αγροτών …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”